Το 1960 μία Χιονάτη έκανε την
εμφάνισή της στη μεγάλη οθόνη. Μία Χιονάτη που δε γεννήθηκε από μία
σταγονίτσα αίμα στο χιόνι, σαν την ηρωίδα των παιδικών μας παραμυθιών,
αλλά από το σενάριο του Ιάκωβου Καμπανέλλη .
Μια ταινία πλαισιωμένη, από όλους τους γίγαντες της τέχνης μαζεμένους...
ΥΠΟΘΕΣΗ:
Η Αλεξία
(Τζενη Καρεζη) το σκάει από το σπίτι της για να αποφύγει το γάμο που
την υποχρεώνει να κάνει η κακιά μητριά της (Δέσπω Διαμαντίδου) και να
ψάξει τον αγαπημένο της Πάρη (Ανδρέας Μπάρκουλης). Στο δρόμο της θα
συναντήσει επτά γεροντοπαλίκαρα. Τους συμπαθείς νάνους
αντικαθιστούν επτά γεροντοπαλίκαρα. Ο στρατιωτικός (Ορέστης Μακρής), ο
γιατρός (Χρήστος Ευθυμίου), ο νοικοκύρης (Βασίλης Αυλωνίτης), ο
τεμπελχανάς (Μίμης Φωτόπουλος), ο ωραίος (Νίκος Σταυρίδης), ο ντροπαλός
(Αλέκος Λειβαδίτης), κι ο τζαναμπέτης (Διονύσης Παπαγιαννόπουλος), οι
οποίοι αναλαμβάνουν να προστατέψουν την Αλεξία (Τζένη Καρέζη), τη δική
τους Χιονάτη. Ονειροπαρμένη βρίσκεται ανάμεσα στα
αξιολάτρευτα γεροντοπαλίκαρα, αφήνοντας τον Πάρη και τον αγαπημένο της
σοφέρ (Γιώργος Δαμασιώτης) να την αναζητούν...
«Επτά παλικαράκια μια φορά, κινούν και πάνε να βρουν τη χαρά,
Τ’ όνειρο δένουν σε μεταξωτή κλωστή κι ένα κλωνί βασιλικό περνούν στ΄ αυτί»,
τραγουδούν οι επτά γνωστοί κωμικοί σε μουσική του Μίμη Πλέσσα και το
παραμύθι σε ένα σπιτάκι στον Διόνυσο ξεδιπλώνεται γλυκά και χωρίς πολύ
προβληματισμό, με όλες τις συμβατικότητες και την ελαφράδα που έχουν οι
παραγωγές του είδους.
Άλλωστε, το ταλέντο των επτά αυτών ηθοποιών, το οποίο είναι και το μοναδικό στοιχείο στο οποίο στηρίζεται η ταινία.
Ο Ορέστης Μακρής, ακολουθώντας πιστά το μοτίβο της πληθωρικής περσόνας του, ερμηνεύει τον πομπώδη, έντιμο ηθικοδιδάσκαλο, τον αρχηγό της μικρής ομάδας των μεσηλίκων.
Η επιλογή του στο ρόλο του στρατιωτικού είναι άμεσα συνδεδεμένη με την
κινηματογραφική του εικόνα και το θυμόσοφο τρόπο με τον οποίο
εμφανίζεται στο λευκό πανί, καταφέρνοντας για άλλη μία φορά να κλέψει τις εντυπώσεις, ακόμα κι αν δεν έχει να στηριχτεί σε ένα γερό σενάριο.
Ταιριαστός και στο ρόλο του γιατρού ο Χρήστος Ευθυμίου, αφού η καλοσυνάτη και αγαθή εμφάνισή του σε συνδυασμό με τα έξυπνα μάτια του στηρίζουν αυτή του την ιδιότητα, βοηθώντας το κοινό να τον αποδεχτεί.
Σε έναν αντίθετο ρόλο, ο Διονύσης Παπαγιαννόπουλος
ως τζαναμπέτης με την «ύπουλη μάσκα» μιας προσωπικότητας που σκέφτεται
συνεχώς την απάτη ή τα προβλήματα, ακολουθεί το πρότυπο του αντιρρησία,
αυτού που αρέσκεται να κοντράρεται με τους υπόλοιπους.
Ο ρόλος του Βασίλη Αυλωνίτη μοιάζει για άλλη μία φορά «κομμένος
και ραμμένος» στα μέτρα του, τα μέτρα ενός καλόκαρδου χοντρούλη με τα
χέρια στη μέση, εκφραστικός και πληθωρικός όπως πάντα. Είναι ο
νοικοκύρης, αυτός που έχει τον πρώτο λόγο και υποστηρίζει πάντα τη φράση
«άναξ ο πληρώνων και διατάζων», κρατώντας βέβαια μία κουτάλα!
Ερμηνευτικά σαγηνευτικός και ο Μίμης Φωτόπουλος με την αργόσυρτη φωνή και το βαρύ στυλ, σε ένα ρόλο πανέμορφα «τεμπέλικο».
Χαρακτήρας που διατηρεί την κατάλληλη αύρα, η οποία με τη σειρά της θα
πλαστεί από το ταλέντο του Μίμη, δίνοντας στοιχεία της δικής του
προσωπικότητας.
Ολοκληρώνοντας με τους επτά μεσήλικες «νάνους» μας, έρχονται οι ρόλοι του Νίκου Σταυρίδη, του «όμορφου» της παρέας και πιστού ακόλουθου των κανόνων του καθωσπρεπισμού και του Ντροπαλού Αλέκου Λειβαδίτη, χαρακτήρας απόλυτα ταιριαστός με τα «εξωτερικά» χαρακτηριστικά του προσώπου του ηθοποιού και την ιδιοσυγκρασία του.
Κι ενώ υπάρχει το υλικό επτά μεγάλων ταλέντων, αυτό το δυναμικό
παραμένει πλήρως ανεκμετάλλευτο εξαιτίας της απλοϊκότητας της ιστορίας
και της έλλειψης ολοκληρωμένου σεναρίου. Ενός σεναρίου ικανού να
επιτρέψει τη βαθύτερη σκιαγράφηση αυτών των χαρακτήρων, ακόμα και να
δώσει ένα στοιχείο πιο δυνατό, πέρα από την παιδική ιστορία της
αγαπημένης μας Χιονάτης. Είναι γεγονός, ότι ακόμα και η συνάντηση όλων
αυτών των «παλικαριών» με την Τζένη Καρέζη δεν αποδίδεται όπως θα έπρεπε
και όπως θα ταίριαζε στο ταλέντο των πρώτων και στη φρεσκάδα και τη
γοητεία της δεύτερης.
Η
Αλεξία της Καρέζη είναι ρομαντική, ενώ αρκούν ορισμένες γκριμάτσες και
εκφράσεις του προσώπου της για να δηλώσει με ευκολία έναν ολόκληρο κόσμο
συναισθημάτων. Μία Χιονάτη που ακολουθεί τους κανόνες του παραμυθιού,
εύθραυστη, όμορφη, χαριτωμένη, έτοιμη πάνω από όλα να προσφέρει χαρά,
έστω κι αν εκείνη δεν μπορεί να τη λάβει από το πρόσωπο που επιθυμεί,
όλα όμως τελειώνουν εκεί. Υπάρχει η περιγραφή του χαρακτήρα, χάνεται η
ουσία κι ένα κάποιο νόημα ύπαρξης αυτής της ιστορίας.
Το μεγαλύτερο ελάττωμα της Χιονάτης του Καμπανέλλη είναι πως μοιάζει να
στηρίζεται στις ξεχωριστές ικανότητες και δυνατότητες των ηθοποιών της.
Κατάσταση που θα ταίριαζε απόλυτα στη θεατρική σκηνή, στη μεγάλη οθόνη όμως αποδεικνύει τις ελλείψεις και τα σεναριακά κενά.
Κι ενώ το παραμύθι ξετυλίγεται προσφέροντας την απαραίτητη νοσταλγία
της παιδικής μας ηλικίας, οι απαιτήσεις για κάτι περισσότερο απλά δεν
μπορούν να ικανοποιηθούν. Άλλωστε,
«μια κοπελιά γελά κρυστάλλινα και πάει, χρυσή βελόνα τις καρδιές τρυπάει»
κι αυτό μερικές φορές μοιάζει να
είναι αρκετό.
Πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου